Τένεδος

Τένεδος
I
Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Τενεδείς ενώ εκείνοι του ομώνυμου νησιού Τενέδιοι. Τοποθετείται από τους περισσότερους στην περιοχή της αρχαίας Παμφυλίας.
II
Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, κοντά στην είσοδο του Ελλήσποντου (έκτ. 36 τ. χλμ.). Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία. Στα τουρκικά ονομάζεται Μποσνά Αντά.
Ιστορία. Η Τ. είναι γνωστή από την αρχαιότητα και με τα ονόματα Λεύκοφρυς και Κάκυδνα. Σύμφωνα με την παράδοση, η ονομασία της οφείλεται στον Τέννητα, τον γιο του ήρωα Κύκνου. Στη διάρκεια του Τρωικού πολέμου έπαιξε σημαντικό ρόλο και αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα. Την περίοδο των Μηδικών πολέμων (492-479 π.Χ.) την κατέλαβαν οι Πέρσες και αργότερα, την εποχή της ηγεμονίας των Αθηναίων, έγινε σύμμαχός τους. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-403) παραχωρήθηκε με την Ανταλκείδειο ειρήνη και πάλι στους Πέρσες, στην κυριαρχία των οποίων έμεινε έως τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οπότε και πέρασε στην κυριαρχία των Μακεδόνων. Αργότερα την κυρίεψαν οι Ρωμαίοι. Στα χρόνια που ακολούθησαν, εξαιτίας της εξαιρετικά στρατηγικής θέσης της κυριεύτηκε διαδοχικά από διάφορους κατακτητές και στο τέλος από τους Τούρκους. Το 1912 απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στόλο και παρέμεινε ελληνική έως το 1922, οπότε, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης της Λοζάνης, παραχωρήθηκε, μαζί με τη γειτονική Ίμβρο, στους Τούρκους. Από την αρχαία Τ. σώζονται σήμερα ωραία νομίσματα με τη μορφή του Τέννητα καθώς και πολλές επιγραφές. Ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού, στα τελευταία χρόνια, μειώθηκε σημαντικά, έπειτα από τη συστηματική προσπάθεια των Τούρκων να το εκτουρκίσουν, με την ομαδική εκεί εγκατάσταση ομοεθνών τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τένεδος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τένεδος — η τουρκικό νησί του ΒΑ Αιγαίου στα παράλια της Τροίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέα Τένεδος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130) του νομού Χαλκιδικής …   Dictionary of Greek

  • Тенедос — (Τένεδος, Tenedus) остров близ берега Троады, в 40 стадиях (7 вер.) от материка; другие названия его в древности были Калидна, Левкофрис, Фойника, Лирнесс, Тенн. Окружность острова 80 стадий (около 14 верст). На Т. был эолийский город того же… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Τενέδοιο — Τένεδος fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενέδου — Τένεδος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενέδῳ — Τένεδος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τένεδον — Τένεδος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TENEDOS — quae Tenedo Sophiano, insul. maris Aegaei, sive Hellesponti parva, amoena, contra Sigeum, Troadis promuntor. inde 12. mill. pass. (sed teste Strabone 40. stad. ad 80. patens) in Occasum et Circium distans, Apollim, qui ibi praecipue colebatur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λευκόφρυς — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”